- παραθηκαρία
- παρα-θηκαρία, ἡ,A receipt for an object taken in charge, POxy.144.17 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραθηκαρία — ἡ, Μ [παραθηκάρης] απόδειξη παραλαβής πράγματος ως παρακαταθήκης … Dictionary of Greek